κωφότητα

κωφότητα
η (AM κωφότης, -ητος)
[κωφός]
1. έλλειψη ακοής, κουφαμάρα
2. μτφ. αδιαφορία, αμέλεια («τοσαύτην κωφότητα καὶ τοσοῡτο σκότος παρ' ὑμῶν ἀπαντᾱν», Δημοσθ.)
3. μτφ. νωθρότητα
αρχ.
αδυναμία τής ακοής, βαρηκοΐα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κωφότητα — κωφότης deafness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουφαμάρα — η η κατάσταση τού κουφού, κωφότητα ή βαρηκοΐα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφός + αμάρα (πρβλ. κουτ αμάρα, μουγγ αμάρα)] …   Dictionary of Greek

  • κωφεία — κωφεία, ἡ (Α) [κωφεύω] κωφότητα, κουφαμάρα …   Dictionary of Greek

  • κώφευσις — κώφευσις, ἡ (Α) [κωφεύω] κωφότητα, κουφαμάρα …   Dictionary of Greek

  • κώφωμα — κώφωμα, τὸ (Α) [κωφώ] κωφότητα, κουφαμάρα («κώφωμα ἐκ φρενίτιδος», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • κώφωση — Έλλειψη της αντίληψης των ήχων. Μπορεί να είναι πλήρης ή να περιορίζεται σε εξασθένηση της ακουστικής οξύτητας (βαρηκοΐα) ή επίσης μπορεί να αφορά ολόκληρη την κλίμακα των ήχων ή μόνο ορισμένες συχνότητες (ακουστικά κενά). Το μέγεθος, ο τύπος, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”